- φυσίκευμα
- φῠσίκ-ευμα [pron. full] [ῐ], ατος, τό,A physical explanation,
τῆς ἀστραπῆς Tz.H. 11.480
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῆς ἀστραπῆς Tz.H. 11.480
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φυσίκευμα — εύματος, τὸ, Μ [φυσικεύομαι] φυσική εξήγηση … Dictionary of Greek
φυσικεύματα — φυσίκευμα physical explanation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσικεύματος — φυσίκευμα physical explanation neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)